- πεντάβιβλος
- -η, -ο / πεντάβιβλος, -ον, ΝΑ1. αυτός που αποτελείται από πέντε βιβλία2. το θηλ. ως ουσ. η Πεντάβιβλοςπεριληπτική ονομασία τών πέντε πρώτων βιβλίων τής Παλαιάς Διαθήκης, αλλ. Πεντάτευχος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα-* + βίβλος (πρβλ. οκτώ-βιβλος)].
Dictionary of Greek. 2013.